- αμφιλαφεια
- ἀμφιλάφειαἡ широта, богатство, изобилие Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφιλάφεια — ἀμφιλάφεια και ία, η (Α) [ἀμφιλαφής] αφθονία, δαψίλεια … Dictionary of Greek
αμφιλαφής — ἀμφιλαφής, ές (Α) 1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση 2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος 3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός 4. υπερμεγέθης, πελώριος 5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος,… … Dictionary of Greek